Ετυμολογία

επεξεργασία
ampèremètre < ampère + -mètre

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ampèremètre ampèremètres

ampèremètre (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία