ampèremètre
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ampèremètre | ampèremètres |
ampèremètre (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
ampèremètre | ampèremètres |
ampèremètre (fr) αρσενικό