↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμπερόμετρο τα αμπερόμετρα
      γενική του αμπερόμετρου των αμπερόμετρων
    αιτιατική το αμπερόμετρο τα αμπερόμετρα
     κλητική αμπερόμετρο αμπερόμετρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμπερόμετρο < (λόγιο δάνειο) γαλλική ampèremètre, αμπέρ + -ό- + -μετρο [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αμπερόμετρο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία