Δείτε επίσης: mètre, métré, metre

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-mètre < αρχαία ελληνικά μέτρον, « μέτρηση, εργαλείο μέτρησης »

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɛtʁ/

  Επίθημα

επεξεργασία

-mètre (fr) αρσενικό

  1. επίθημα λέξεων που εκφράζουν εργαλεία μέτρησης
    le garagiste vérifia la pression des pneus de la voiture avec son manomètre - ο γκαραζιέρης εξακρίβωσε την πίεση των ελαστικών του αυτοκινήτου με το μανόμετρό του

Τα θέματα που ακολουθούν δέχονται τα επιθήματα -mètre και -métrique:

Οι λέξεις που ακολουθούν έχουν ένα συγγενικό με το επίθημα -métrique:

Τα θέματα που ακολουθούν μπορούν να συμπληρωθούν με τα επιθήματα -mètre, -métrie και -métrique:

Αναγραμματισμοί

επεξεργασία