Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
metre metres

  Ετυμολογία επεξεργασία

metre < γαλλική mètre < μέτρον)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

metre (en) (βρετανική γραφή) & meter (αμερικανική γραφή)

  1. μέτρο

Τουρκικά (tr) επεξεργασία

 
iki metrelik(1) bir metre(2)
ένα μέτρο(2) δύο μέτρων(1)
 
beş metrelik(1) çelik metre(3)
πεντάμετρο μέτρο(3)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mɛtˈɾɛ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

metre (tr)

  1. το μέτρο, η βασική μονάδα του μήκους στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων.
  2. το μέτρο, το όργανο της μέτρησης μήκους που χρησιμοποιούν κυρίως οι ξυλουργοί και είναι σπαστό.
  3. το μέτρο, γενικά κάθε όργανο μέτρησης μήκους που μπορεί να μετρήσει από ένα μέτρο(1) και πάνω

Κλίση επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία