électrodynamomètre
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- électrodynamomètre < électrodynamique + -mètre < (σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Electrodynamometer
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
électrodynamomètre | électrodynamomètres |
électrodynamomètre (fr) αρσενικό