Ετυμολογία

επεξεργασία
électrodynamomètre < électrodynamique + -mètre < (σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Electrodynamometer

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.lɛk.tʁɔ.di.na.mɔ.mɛtʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
électrodynamomètre électrodynamomètres

électrodynamomètre (fr) αρσενικό