Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
électrodynamique électrodynamiques

électrodynamique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ηλεκτροδυναμικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
électrodynamique électrodynamiques

électrodynamique (fr) θηλυκό

  1. η ηλεκτροδυναμική