électrodynamique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
électrodynamique | électrodynamiques |
électrodynamique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
électrodynamique | électrodynamiques |
électrodynamique (fr) θηλυκό