Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
trouillomètre
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
trouillomètre
,
αστεϊσμός
<
trouille
+
-mètre
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
trouillomètre
trouillomètres
trouillomètre
(fr)
αρσενικό
συναντιέται στην έκφραση:
avoir le trouillomètre à zéro
:
φοβάμαι
πολύ,
τρέμω
≈
συνώνυμα
:
avoir les jetons