Ετυμολογία

επεξεργασία
trouillomètre, αστεϊσμός < trouille + -mètre

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
trouillomètre trouillomètres

trouillomètre (fr) αρσενικό

  1. συναντιέται στην έκφραση:
    avoir le trouillomètre à zéro: φοβάμαι πολύ, τρέμω
     συνώνυμα: avoir les jetons