Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
extensomètre extensomètres

  Ουσιαστικό επεξεργασία

extensomètre (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη étendre