endomètre
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- endomètre < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
endomètre | endomètres |
endomètre (fr) αρσενικό
- το ενδομήτριο
ενικός | πληθυντικός |
endomètre | endomètres |
endomètre (fr) αρσενικό