αμπερομετρικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
αμπερομετρικό
- αιτιατική ενικού του αμπερομετρικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αμπερομετρικός
αμπερομετρικό