μικροπρέπεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροπρέπεια < αρχαία ελληνική μικροπρέπεια < μικροπρεπής
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροπρέπεια θηλυκό
- η μικροψυχία, η έλλειψη ανωτερότητας
- (ειδικότερα) η συμπεριφορά σε άλλον με άκριτη αυστηρότητα ή σχολαστικότητα από έλλειψη γενναιοφροσύνης
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μικροπρεπής
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροπρέπεια