↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροπρέπεια οι μικροπρέπειες
      γενική της μικροπρέπειας των μικροπρεπειών
    αιτιατική τη μικροπρέπεια τις μικροπρέπειες
     κλητική μικροπρέπεια μικροπρέπειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μικροπρέπεια < αρχαία ελληνική μικροπρέπεια < μικροπρεπής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μικροπρέπεια θηλυκό

  1. η μικροψυχία, η έλλειψη ανωτερότητας
  2. (ειδικότερα) η συμπεριφορά σε άλλον με άκριτη αυστηρότητα ή σχολαστικότητα από έλλειψη γενναιοφροσύνης

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία