μικροψυχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- μικροψυχία < αρχαία ελληνική μικροψυχία < μικροψυχέω < μικρόψυχος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροψυχία θηλυκό
- η ιδιότητα του μικρόψυχου, η έλλειψη σθένους και μεγαλοσύνης ή κατά τον Αριστοτέλη η αδυναμία της ψυχής να προξενήσει οτιδήποτε κρίσιμο: ούτε ευτυχία αλλά ούτε και ατυχία, ούτε τιμή, ούτε και ατιμία
Μεταφράσεις
επεξεργασία μικροψυχία