Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροψυχία οι μικροψυχίες
      γενική της μικροψυχίας των μικροψυχιών
    αιτιατική τη μικροψυχία τις μικροψυχίες
     κλητική μικροψυχία μικροψυχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροψυχία < αρχαία ελληνική μικροψυχία < μικροψυχέω < μικρόψυχος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροψυχία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία