Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικρόψυχος η μικρόψυχη το μικρόψυχο
      γενική του μικρόψυχου της μικρόψυχης του μικρόψυχου
    αιτιατική τον μικρόψυχο τη μικρόψυχη το μικρόψυχο
     κλητική μικρόψυχε μικρόψυχη μικρόψυχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικρόψυχοι οι μικρόψυχες τα μικρόψυχα
      γενική των μικρόψυχων των μικρόψυχων των μικρόψυχων
    αιτιατική τους μικρόψυχους τις μικρόψυχες τα μικρόψυχα
     κλητική μικρόψυχοι μικρόψυχες μικρόψυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικρόψυχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μικρόψυχος < μικρό- + ψυχ(ή) + -ος, αναλύεται μικρό- + -ψυχος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /miˈkɾo.psi.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐κρό‐ψυ‐χος

  Επίθετο επεξεργασία

μικρόψυχος, -η, -ο

  1. που δεν έχει υψηλό ηθικό ανάστημα και ανωτερότητα
     συνώνυμα: ευτελής, ποταπός
     αντώνυμα: αξιοπρεπής, γενναιόψυχος
  2. (ειδικότερα) που δείχνει δειλία
     συνώνυμα: δειλός, λιπόψυχος
     αντώνυμα: γενναίος, θαρραλέος μεγαλόψυχος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μικρόψυχος τὸ μικρόψυχον
      γενική τοῦ/τῆς μικροψύχου τοῦ μικροψύχου
      δοτική τῷ/τῇ μικροψύχ τῷ μικροψύχ
    αιτιατική τὸν/τὴν μικρόψυχον τὸ μικρόψυχον
     κλητική ! μικρόψυχε μικρόψυχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μικρόψυχοι τὰ μικρόψυχ
      γενική τῶν μικροψύχων τῶν μικροψύχων
      δοτική τοῖς/ταῖς μικροψύχοις τοῖς μικροψύχοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μικροψύχους τὰ μικρόψυχ
     κλητική ! μικρόψυχοι μικρόψυχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μικροψύχω τὼ μικροψύχω
      γεν-δοτ τοῖν μικροψύχοιν τοῖν μικροψύχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικρόψυχος < μικρό- + ψυχ(ή) + -ος

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία