Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικροπρεπής η μικροπρεπής το μικροπρεπές
      γενική του μικροπρεπούς* της μικροπρεπούς του μικροπρεπούς
    αιτιατική τον μικροπρεπή τη μικροπρεπή το μικροπρεπές
     κλητική μικροπρεπή(ς) μικροπρεπής μικροπρεπές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικροπρεπείς οι μικροπρεπείς τα μικροπρεπή
      γενική των μικροπρεπών των μικροπρεπών των μικροπρεπών
    αιτιατική τους μικροπρεπείς τις μικροπρεπείς τα μικροπρεπή
     κλητική μικροπρεπείς μικροπρεπείς μικροπρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροπρεπής < αρχαία ελληνική μικροπρεπής

  Επίθετο επεξεργασία

μικροπρεπής, -ής, -ές

  1. ο μικρόψυχος, που δεν έχει ανωτερότητα
  2. (ειδικότερα) αυτός που φέρεται σε άλλον με άκριτη σχολαστικότητα από έλλειψη γενναιοφροσύνης

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία