πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικροπρεπής η μικροπρεπής το μικροπρεπές
      γενική του μικροπρεπούς* της μικροπρεπούς του μικροπρεπούς
    αιτιατική τον μικροπρεπή τη μικροπρεπή το μικροπρεπές
     κλητική μικροπρεπή(ς) μικροπρεπής μικροπρεπές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικροπρεπείς οι μικροπρεπείς τα μικροπρεπή
      γενική των μικροπρεπών των μικροπρεπών των μικροπρεπών
    αιτιατική τους μικροπρεπείς τις μικροπρεπείς τα μικροπρεπή
     κλητική μικροπρεπείς μικροπρεπείς μικροπρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

μικροπρεπής, -ής, -ές

  1. ο μικρόψυχος, που δεν έχει ανωτερότητα
  2. (ειδικότερα) αυτός που φέρεται σε άλλον με άκριτη σχολαστικότητα από έλλειψη γενναιοφροσύνης

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία