μικροπρεπώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροπρεπώς < ελληνιστική κοινή μικροπρεπῶς < αρχαία ελληνική μικροπρεπής
Επίρρημα επεξεργασία
μικροπρεπώς
- (λόγιο) με μικροπρεπή τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροπρεπώς
|
μικροπρεπώς
|