↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γενναιόφρων
γενναιόφρονας
η γενναιόφρων το γενναιόφρον
      γενική του γενναιόφρονος
γενναιόφρονα
της γενναιόφρονος του γενναιόφρονος
    αιτιατική τον γενναιόφρονα τη γενναιόφρονα το γενναιόφρον
     κλητική γενναιόφρων
γενναιόφρονα
γενναιόφρων γενναιόφρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γενναιόφρονες οι γενναιόφρονες τα γενναιόφρονα
      γενική των γενναιοφρόνων των γενναιοφρόνων των γενναιοφρόνων
    αιτιατική τους γενναιόφρονες τις γενναιόφρονες τα γενναιόφρονα
     κλητική γενναιόφρονες γενναιόφρονες γενναιόφρονα
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γενναιόφρων < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική γενναιόφρων[1] < αρχαία ελληνική γενναῖος + -ό- + -φρων (φρήν)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʝe.neˈo.fɾon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γεν‐ναι‐ό‐φρν

  Επίθετο

επεξεργασία

γενναιόφρων, -ων, -ον

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία