Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μικρανεψιός οι μικρανεψιοί
      γενική του μικρανεψιού των μικρανεψιών
    αιτιατική τον μικρανεψιό τους μικρανεψιούς
     κλητική μικρανεψιέ μικρανεψιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικρανεψιός < μικρ- + ανεψιός· μαρτυρείται από το 1862 από τον Σκαρλάτο Βυζάντιο[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.kɾa.ne.psços/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικρανεψιός αρσενικό (θηλυκό μικρανεψιά)

  1. ο γιος του εξαδέλφου ή της εξαδέλφης[1]
  2. ο γιος του ανεψιού ή της ανεψιάς[2]

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  2. μικρανεψιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας