μικρανεψιός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μικρανεψιός < μικρ- + ανεψιός· μαρτυρείται από το 1862 από τον Σκαρλάτο Βυζάντιο[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.kɾa.ne.psços/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μικρανεψιός αρσενικό (θηλυκό μικρανεψιά)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μικρανεψιός
Αναφορές
επεξεργασία
- 1 2 Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ↑ μικρανεψιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας