μικρανιψιός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.kɾa.ni.psços/
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικρανιψιός θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- μικρανιψιά
- → δείτε τις λέξεις μικρός και ανεψιός
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικρανιψιός
|