μικροβιολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικροβιολογικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική microbiologique < microbiologie < αρχαία ελληνική μικρός + βίος + λέγω. Μορφολογικά αναλύεται σε μικροβιολογ(ία) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαμικροβιολογικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει σχέση με τη μικροβιολογία ή το μικροβιολόγο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις μικροβιολόγος, μικρόβιο και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μικροβιολογικός