Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mi.kʁɔ.bjɔ.lɔ.ʒik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
microbiologique microbiologiques

microbiologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό