↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μικροοργανισμός οι μικροοργανισμοί
      γενική του μικροοργανισμού των μικροοργανισμών
    αιτιατική τον μικροοργανισμό τους μικροοργανισμούς
     κλητική μικροοργανισμέ μικροοργανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μικροοργανισμός < μικρόν + οργανισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μικροοργανισμός αρσενικό

  • ζωντανός οργανισμός, συνήθως μονοκύτταρος, με μέγεθος μικρότερο από 0,1 mm

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία