μικροοργανισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικροοργανισμός < μικρόν + οργανισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροοργανισμός αρσενικό
- ζωντανός οργανισμός, συνήθως μονοκύτταρος, με μέγεθος μικρότερο από 0,1 mm
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μικροοργανισμός