μικρόν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικρόν ουδέτερο
- (παρωχημένο) μικρόμετρο (μονάδα μέτρησης)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μικρόν στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικρόν
→ δείτε τη λέξη μικρόμετρο |