μικρόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μικρόμετρο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία

μικρόμετρο αρσενικό
- όργανο ακριβείας που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση διαστάσεων
- μονάδα μήκους ίση με το εκατομμυριοστό του μέτρου, το μικρόν (μm)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
όργανο
μονάδα (μm)