πλάι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλάι < πλάγιν < αρχαία ελληνική πλάγιον (ουδέτερο του επιθ. πλάγιος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλάι ουδέτερο άκλιτο
- η αριστερή ή δεξιά πλευρά ενός πράγματος σε αντίθεση με την εμπρόσθια ή την οπίσθια
- στο πλάι κάποιου: δίπλα του και υποστηρίζοντάς τον
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασία- (τοπικά) παραπλεύρως, δίπλα, κολλητά
- ※ Στη θαλασσιά τόκα της ήτανε μπηγμένη μια αιγκρέτα, όχι όρθια, λοξά, στο πλάι. (Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, 1962)
- Τα θρανία τους είναι πλάι-πλάι
- Κάτσε πλάι μου
- δίπλα (με την μεταφορική έννοια της υποστήριξης)
- "Θα σταθούμε πλάι σου ό,τι και να γίνει"
- Θα τα καταφέρουμε αν μείνουμε ο ένας πλάι στον άλλο"
- συγκριτικά με
- "Δεν είναι πολύ ψηλός, αλλά πλάι στον αδελφό του μοιάζει γίγαντας"