πλάι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πλάι < πλάγιν < αρχαία ελληνική πλάγιον (ουδέτερο του επιθ. πλάγιος)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πλάι ουδέτερο άκλιτο
- η αριστερή ή δεξιά πλευρά ενός πράγματος σε αντίθεση με την εμπρόσθια ή την οπίσθια
- στο πλάι κάποιου: δίπλα του και υποστηρίζοντάς τον
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
- (τοπικά) παραπλεύρως, δίπλα, κολλητά
- Τα θρανία τους είναι πλάι-πλάι
- Κάτσε πλάι μου
- δίπλα (με την μεταφορική έννοια της υποστήριξης )
- "Θα σταθούμε πλάι σου ό,τι και να γίνει"
- Θα τα καταφέρουμε αν μείνουμε ο ένας πλάι στον άλλο"
- συγκριτικά με
- "Δεν είναι πολύ ψηλός, αλλά πλάι στον αδελφό του μοιάζει γίγαντας"