↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τόκα οι τόκες
      γενική της τόκας των (τοκών)
    αιτιατική την τόκα τις τόκες
     κλητική τόκα τόκες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. τόκα (ουσιαστικό) < (άμεσο δάνειο) τουρκική toka [1]
  2. τόκα (επιφώνημα) < ιταλική tocca, προστακτική τού toccare

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τόκα θηλυκό

  1. αγκράφα (όπως μιας ζώνης), είδος μεταλλικής πόρπης, όπως το κούμπωμα σε λουράκι (συνήθως ρολογιού)
  2. κυλινδρικό καπέλο, χωρίς γείσο
    ※  Στη θαλασσιά τόκα της ήτανε μπηγμένη μια αιγκρέτα, όχι όρθια, λοξά, στο πλάι. (Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, 1962)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Επιφώνημα

επεξεργασία

τόκα

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία