τόκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τόκα | οι | τόκες |
γενική | της | τόκας | των | (τοκών) |
αιτιατική | την | τόκα | τις | τόκες |
κλητική | τόκα | τόκες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τόκα (ουσιαστικό) < (άμεσο δάνειο) τουρκική toka [1]
- τόκα (επιφώνημα) < ιταλική tocca, προστακτική τού toccare
Ουσιαστικό επεξεργασία
τόκα θηλυκό
- αγκράφα (όπως μιας ζώνης), είδος μεταλλικής πόρπης, όπως το κούμπωμα σε λουράκι (συνήθως ρολογιού)
- κυλινδρικό καπέλο, χωρίς γείσο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Επιφώνημα επεξεργασία
τόκα
- (λαϊκότροπο) επιφώνημα που λέγεται όταν κάποιος δίνει το χέρι του σε χαιρετισμό, όταν κλείνει κάποια συμφωνία ή πριν τσουγκρίσει το ποτήρι του με κάποιον πριν πιει
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- τόκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τόκα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'τόκα'.
- ↑ τόκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας