Δείτε επίσης: Τόκας, τοκάς, Τόκας

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τόκας < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈto.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τό‐κας
τονικό παρώνυμο: τοκάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τόκας αρσενικό

  • (σπάνιο) κυλινδρική πέτρα που είναι ο στόχος στο παιδικό παιχνίδι αμάδες [1]
    ※  Παραλλαγή. Τά κέρματα στήνονται ἐπάνω σέ μιά πέτρα μικρή, ὀρθογωνισμένη κάπως (τόκας, μπουκλάς). Κάθε παίχτης ἔχει καί τήν «ἀμάδα» (ἢ τσαμάδα) του, μικρή πέτρα πλακερή («φτινάδα»).
    (Κυριάκος Δ. Κάσσης (1983). 125 Παλιά Παραμύθια από την Μάνη, σε αυθεντική λαϊκή αφήγηση. Αθήνα, σελ. 343 @google.books)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

τόκας θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.