Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκράφα οι αγκράφες
      γενική της αγκράφας των αγκραφών
    αιτιατική την αγκράφα τις αγκράφες
     κλητική αγκράφα αγκράφες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αγκράφα δερμάτινης ζώνης
 
Αγκράφα ρολογιού

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγκράφα < (άμεσο δάνειο) γαλλική agrafe +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγκράφα θηλυκό

  1. (ενδυμασία) το μεταλλικό εξάρτημα που συνδέει τις δύο άκρες μιας ζώνης για τη μέση ή σε ένα λουράκι για ρολόι, παπούτσι κτλ.
     συνώνυμα: πόρπη
  2. καρφίτσα (κόσμημα) για ρούχα ή αξεσουάρ

  Μεταφράσεις επεξεργασία