αγκράφα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγκράφα | οι | αγκράφες |
γενική | της | αγκράφας | των | αγκραφών |
αιτιατική | την | αγκράφα | τις | αγκράφες |
κλητική | αγκράφα | αγκράφες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


Ετυμολογία
επεξεργασία
- αγκράφα < (άμεσο δάνειο) γαλλική agrafe + -α