αγκράφα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγκράφα | οι | αγκράφες |
γενική | της | αγκράφας | των | αγκραφών |
αιτιατική | την | αγκράφα | τις | αγκράφες |
κλητική | αγκράφα | αγκράφες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγκράφα < (άμεσο δάνειο) γαλλική agrafe + -α
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγκράφα θηλυκό
- (ενδυμασία) το μεταλλικό εξάρτημα που συνδέει τις δύο άκρες μιας ζώνης για τη μέση ή σε ένα λουράκι για ρολόι, παπούτσι κτλ.
- καρφίτσα (κόσμημα) για ρούχα ή αξεσουάρ