buckle
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | buckle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | buckles |
αόριστος | buckled |
παθητική μετοχή | buckled |
ενεργητική μετοχή | buckling |
buckle (en)
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 211. ISBN 9780194325684., λήμμα: δένω