Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
buckle buckles

buckle (en)

  • η πόρπη
    ⮡  a bag/belt/shoe buckle - πόρπη τσάντας/ζώνης/παπουτσιού
ενεστώτας buckle
γ΄ ενικό ενεστώτα buckles
αόριστος buckled
παθητική μετοχή buckled
ενεργητική μετοχή buckling

buckle (en)

  • δένω, κουμπώνω
    ⮡  How is this belt buckled?
    Πώς δένεται αυτή η ζώνη;
    ⮡  He buckled (himself) into his seat.
    Δέθηκε στο κάθισμά του.
    ⮡  I am buckling the seatbelt.
    Κουμπώνω τη ζώνη ασφαλείας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fasten
     αντώνυμα: unbuckle

Συγγενικά

επεξεργασία
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 211. ISBN 9780194325684. , λήμμα: δένω