unbuckle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | unbuckle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | unbuckles |
αόριστος | unbuckled |
παθητική μετοχή | unbuckled |
ενεργητική μετοχή | unbuckling |
ενεστώτας | unbuckle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | unbuckles |
αόριστος | unbuckled |
παθητική μετοχή | unbuckled |
ενεργητική μετοχή | unbuckling |