Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας unbuckle
γ΄ ενικό ενεστώτα unbuckles
αόριστος unbuckled
παθητική μετοχή unbuckled
ενεργητική μετοχή unbuckling

  Ετυμολογία επεξεργασία

unbuckle < un- + buckle

  Ρήμα επεξεργασία

unbuckle (en)

  • λύνω, ανοίγω την πόρπη μιας ζώνης, παπουτσιού κτλ.
    He unbuckled his belt.
    Έλυσε τη ζώνη του.

  Πηγές επεξεργασία