unbuckle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | unbuckle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | unbuckles |
αόριστος | unbuckled |
παθητική μετοχή | unbuckled |
ενεργητική μετοχή | unbuckling |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαunbuckle (en)
- λύνω, ανοίγω την πόρπη μιας ζώνης, παπουτσιού κτλ.
- ⮡ He unbuckled his belt.
- Έλυσε τη ζώνη του.
- ⮡ He unbuckled his belt.