αιγκρέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αιγκρέτα | οι | αιγκρέτες |
γενική | της | αιγκρέτας | — | |
αιτιατική | την | αιγκρέτα | τις | αιγκρέτες |
κλητική | αιγκρέτα | αιγκρέτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ουσιαστικό
επεξεργασία
αιγκρέτα θηλυκό
- (ενδυμασία) παρωχημένη γραφή του εγκρέτα μη απλοποιημένη
- ※ Τοῦ ἔβανε πλάκα ὅλα τὰ παράσημα, τοῦ κάρφωνε στὸ τρικαντὸ καὶ τὴν αἰγκρέτα ποὺ τοῦ εἴχε χαρίσει ὁ Σουλτάνος καὶ τὸν ἔβγανε ἔξω, τὸν περιέφερε στὰ σαλόνια καὶ τὸν ἔκανε εὐτυχισμένο καὶ γελοῖο.
- Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας: Αγγλία, 1939
- ※ Στη θαλασσιά τόκα της ήτανε μπηγμένη μια αιγκρέτα, όχι όρθια, λοξά, στο πλάι. (Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, 1962)
- ※ Τοῦ ἔβανε πλάκα ὅλα τὰ παράσημα, τοῦ κάρφωνε στὸ τρικαντὸ καὶ τὴν αἰγκρέτα ποὺ τοῦ εἴχε χαρίσει ὁ Σουλτάνος καὶ τὸν ἔβγανε ἔξω, τὸν περιέφερε στὰ σαλόνια καὶ τὸν ἔκανε εὐτυχισμένο καὶ γελοῖο.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αιγκρέτα
|