πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιγκρέτα οι αιγκρέτες
      γενική της αιγκρέτας
    αιτιατική την αιγκρέτα τις αιγκρέτες
     κλητική αιγκρέτα αιγκρέτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η ηθοποιός Margaret "Chick" Bolander με αιγκρέτα, 1923

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αιγκρέτα θηλυκό

  • (ενδυμασία) παρωχημένη γραφή του εγκρέτα μη απλοποιημένη
      Τοῦ ἔβανε πλάκα ὅλα τὰ παράσημα, τοῦ κάρφωνε στὸ τρικαντὸ καὶ τὴν αἰγκρέτα ποὺ τοῦ εἴχε χαρίσει ὁ Σουλτάνος καὶ τὸν ἔβγανε ἔξω, τὸν περιέφερε στὰ σαλόνια καὶ τὸν ἔκανε εὐτυχισμένο καὶ γελοῖο.
    Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας: Αγγλία, 1939
      Στη θαλασσιά τόκα της ήτανε μπηγμένη μια αιγκρέτα, όχι όρθια, λοξά, στο πλάι. (Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, 1962)

Μεταφράσεις

επεξεργασία