next door
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαnext door (en) (χωρίς παραθετικά)
- πλάι, δίπλα
- ⮡ I hear people next door.
- Ακούω κόσμο πλάι.
- ⮡ He borrowed bread from next door.
- Δανείστηκε από δίπλα ψωμί.
- ⮡ I will borrow it from (those) next door.
- Θα το δανειστώ από τους δίπλα.
- ⮡ I hear people next door.