Δείτε επίσης: next door

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

next-door < next + door

  Επίθετο επεξεργασία

next-door (en) (χωρίς παραθετικά)

  • διπλανός, πλαϊνός, δίπλα, που είναι δίπλα σε άλλο δωμάτιο, σπίτι ή κτίριο, που μένει στο σπίτι που είναι δίπλα στο σπίτι μου
    all the next-door buildings - όλα τα διπλανά κτίρια
    our next-door neighbours - οι πλαϊνοί γείτονες μας
    the next-door building - το δίπλα κτίριο
    I will borrow it from the next-door neighbors.
    Θα το δανειστώ από τους δίπλα.

  Πηγές επεξεργασία