διπλανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διπλανός | η | διπλανή | το | διπλανό |
γενική | του | διπλανού | της | διπλανής | του | διπλανού |
αιτιατική | τον | διπλανό | τη | διπλανή | το | διπλανό |
κλητική | διπλανέ | διπλανή | διπλανό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διπλανοί | οι | διπλανές | τα | διπλανά |
γενική | των | διπλανών | των | διπλανών | των | διπλανών |
αιτιατική | τους | διπλανούς | τις | διπλανές | τα | διπλανά |
κλητική | διπλανοί | διπλανές | διπλανά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διπλανός < δίπλα + -ανός < διπλά < διπλός < ελληνιστική κοινή διπλός < αρχαία ελληνική διπλόος / διπλοῦς < δύο < πρωτοελληνική *dúwō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwóh₁ (δύο)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.plaˈnos/
Επίθετο
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διπλανός αρσενικό (θηλυκό: διπλανή)
- που κάθεται δίπλα σε άλλον, που μένει σε γειτονικό οίκημα
- πλησίον, συνάνθρωπος