Επίθετο

επεξεργασία

next (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  1. (συνήθως με the) επόμενος, πλησιέστερος, διπλανός, που έρχεται μετά
    ⮡  I get off at the next stop.
    Θα κατέβω στην επόμενη στάση.
    ⮡  To be continued in the next episode.
    Η συνέχεια στο επόμενο επεισόδιο.
    ⮡  When I got up the next day, I found that he had left.
    Όταν ξύπνησα την επομένη, διαπίστωσα ότι είχε φύγει.
    ⮡  After we have finished with you, let the next one pass.
    Μ' εσένα τελειώσαμε· να περάσει ο επόμενος.
    ⮡  He went on foot to the next town.
    Πήγε με τα πόδια ως την πλησιέστερη πόλη.
    ⮡  He is in the next room.
    Είναι στο διπλανό δωμάτιο.
  2. (χωρίς the) επόμενος, άλλος, το χρονικό διάστημα που αμέσως ακολουθεί
    ⮡  My family will come next week.
    Η οικογένειά μου θα έρθει την επόμενη εβδομάδα.
    ⮡  To be continued next time.
    Η συνέχεια στο επόμενο.
    ⮡  next year - του χρόνου
    ⮡  We will start next Friday.
    Θα ξεκινήσουμε την άλλη Παρασκευή.
    ⮡  We will come next summer.
    Θα έρθουμε το άλλο καλοκαίρι.

  Επίρρημα

επεξεργασία

next (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. μετά, ύστερα, κατόπιν, αμέσως μετά, την επόμενη φορά
    ⮡  What comes next in the program?
    Τι έρχεται μετά στο πρόγραμμα;
    ⮡  What should we do next?
    Τι θα κάνουμε μετά;
    ⮡  Next I went to the office.
    Μετά πήγα στο γραφείο.
    ⮡  When I next saw her…
    Την επόμενη φορά που την είδα…
  2. η καλύτερη λύση απ' αυτό, που ακολουθεί με τη σειρά που αναφέρεται
    ⮡  If we can’t find tickets for the theater, the next best thing is going to the zoo.
    Αν δεν βρούμε εισιτήρια για το θέατρο, η καλύτερη λύση είναι να πάμε στο ζωολογικό κήπο.
  3. άλλο μετά, άλλο ακόμη, χρησιμοποιείται σε ερωτήσεις για να εκφράσει έκπληξη
    ⮡  What next?
    Τι άλλο μετά;
    ⮡  What will we see next?
    Τι άλλο θα δούμε ακόμη;

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

next (en) (μόνο ενικός)

  • (συνήθως the next) ο επόμενος, η επόμενη, ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα που έρχεται μετά
    ⮡  He was the next to be failed, since he wasn’t studying.
    Ήταν επόμενο να απορριφθεί, αφού δε διάβαζε.

Παράγωγα

επεξεργασία