Δείτε επίσης: ἑπόμενος, ἑλόμενος

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

επόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)

  • που έπεται, που έρχεται μετά
      Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι δέκα και πέντε.
      Οι επόμενες εξετάσεις θα είναι πολύ πιο δύσκολες.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

επόμενος αρσενικό (θηλυκό επομένη)

  • εκείνος που είναι ο επόμενος
      Να περάσει ο επόμενος!