Δείτε επίσης: έρχόμενος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερχόμενος η ερχόμενη το ερχόμενο
      γενική του ερχόμενου της ερχόμενης του ερχόμενου
    αιτιατική τον ερχόμενο την ερχόμενη το ερχόμενο
     κλητική ερχόμενε ερχόμενη ερχόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερχόμενοι οι ερχόμενες τα ερχόμενα
      γενική των ερχόμενων των ερχόμενων των ερχόμενων
    αιτιατική τους ερχόμενους τις ερχόμενες τα ερχόμενα
     κλητική ερχόμενοι ερχόμενες ερχόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ερχόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική έρχόμενος, μετοχή ενεστώτα του ρήματος ἔρχομαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eɾˈxo.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ερ‐χό‐με‐νος

ερχόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία