ερχόμενος
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ερχόμενος < έρχόμενος μετοχή ενεστώτα του έρχομαι στην (καθαρεύουσα)
ΜετοχήΕπεξεργασία
ερχόμενος,η,ο
- που είναι καθ΄οδόν, καθώς έρχεται κάποιος,
- Φέρε μας και κανένα γλυκό όταν σχολάσεις ερχόμενος από το γραφείο
- που μόλις ήρθε, προερχόμενος από κάπου
- Τους βρήκα στογγυλοκαθισμένους στο σαλόνι μας και εγώ, ερχόμενος από τη δουλειά, δεν είχα καμία όρεξη για...
- που θα έρθει, ο επόμενος, ο προσεχής
- Τους περιμένουμε την ερχόμενη εβδομάδα