following
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαfollowing (en) (χωρίς παραθετικά)
- ακόλουθος, παρακάτω, που πρόκειται να αναφερθεί μετά
- ⮡ the following books/things/articles - τα ακόλουθα βιβλία/πράγματα/είδη
- ⮡ But also pay attention to the following examples.
- Πρόσεξε όμως και τα παρακάτω παραδείγματα.
- επόμενος, που είναι επόμενο στο χρόνο
- ⮡ on the following day - την επόμενη
- ⮡ in the following month/year - τον επόμενο μήνα/χρόνο
- ⮡ The document should have been sent by the following Monday at the latest!
- Να έχει σταλεί το έγγραφο το αργότερο μέχρι την επόμενη Δευτέρα!
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
following | followings |
following (en)
- (the following) ο εξής, που θα αναφέρω μετά
- ⮡ Among the things stolen are the following.
- Μεταξύ των κλαπέντων πραγμάτων είναι τα εξής.
- ⮡ The following have been invited.
- Έχουν προσκληθεί οι εξής.
- ⮡ Among the things stolen are the following.
- (συνήθως ενικός) οι οπαδοί, μια ομάδα υποστηρικτών
- ⮡ This politician has a large following.
- Αυτός ο πολιτικός έχει πολλούς οπαδούς.
- ⮡ This politician has a large following.
Πρόθεση
επεξεργασίαfollowing (en)
- κατόπιν, μετά ή ως αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου γεγονότος
- ⮡ He went to the market and, following that, the office.
- Πήγα στην αγορά και κατόπιν στο γραφείο.
- ⮡ He went to the market and, following that, the office.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαfollowing (en)