follow
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | follow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | follows |
αόριστος | followed |
παθητική μετοχή | followed |
ενεργητική μετοχή | following |
Ρήμα επεξεργασία
follow (en)
ενεστώτας | follow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | follows |
αόριστος | followed |
παθητική μετοχή | followed |
ενεργητική μετοχή | following |
follow (en)