κατοπινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κατοπινός <
Επίθετο
επεξεργασία
κατοπινός
- ο μεταγενέστερος
- (λαϊκότροπο) ο μετέπειτα (όχι αναγκαστικά ο συγκεκριμένα μεθεπόμενος)
- ※ Σε αρκετές από τις ταινίες παίρνει μέρος ως ηθοποιός και ο κατοπινός σπουδαίος σκηνοθέτης Γιλμάζ Γκιουνέι. (Γιάννης Ξανθούλης (2008) Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων [μυθιστόρημα])