μετέπειτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μετέπειτα < αρχαία ελληνική μετέπειτα < μετά + ἔπειτα
Επίρρημα
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
μετέπειτα άκλιτο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μετέπειτα άκλιτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μετέπειτα
|