subsequent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαsubsequent (en) (χωρίς παραθετικά, επίσημο, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- μεταγενέστερος, επόμενος, επακόλουθος, που συμβαίνει ή έρχεται μετά από κάτι άλλο
- ⮡ The subsequent events proved that I was right.
- Τα μεταγενέστερα γεγονότα απόδειξαν όταν είχα δίκιο.
- ⮡ at one of the subsequent meetings - σε μια τις επόμενες συνεδριάσεις
- ⮡ the lack of preparation and the subsequent failure in the exams - η έλλειψη προετοιμασίας και η επακόλουθη αποτυχία στις εξετάσεις
- ≈ συνώνυμα: following, next και resultant
- ⮡ The subsequent events proved that I was right.