μεθεπόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
μεθεπόμενος -η -ο
- ο αμέσως μετά τον επόμενο
- Σήμερα είναι Κυριακή. Θα τα πούμε σε 10 μέρες, τη μεθεπόμενη Τετάρτη.
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεθεπόμενος
|