επομένως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επομένως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑπομένως < μετοχή ἑπόμενος
Σύνδεσμος
επεξεργασίαεπομένως
- (συμπερασματικός σύνδεσμος) συνδέει δυο πράξεις που θα συμβούν λογικά, φυσικά, η μια μετά την άλλη