Δείτε επίσης: therefor

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈðɛɹfɔɹ/ (ΗΠΑ)
 

  Επίρρημα

επεξεργασία

therefore (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (συνδετικός) λοιπόν, άρα, επομένως, οπότε, γι' αυτό, χρησιμοποιείται για να εισαγάγει το λογικό αποτέλεσμα κάτι που μόλις αναφέρθηκε
    ⮡  You are well, therefore you must go to school.
    Είσαι καλά, λοιπόν πρέπει να πας σχολείο.
    ⮡  Whatever he die he did consciously, therefore he is responsible.
    Ό,τι έκανε το έκανε συνειδητά, άρα είναι υπεύθυνος.
    ⮡  The railroad strike is ongoing; therefore, the trip is postponed.
    Συνεχίζεται η απεργία στα τρένα· επομένως το ταξίδι αναβάλλεται.
    ⮡  He did not come to the office, therefore something must have happened to him.
    Δεν ήρθε στο γραφείο οπότε κάτι θα του έχει συμβεί.
    ⮡  They cost a lot of money, therefore use them carefully.
    Κοστίζουν ένα σωρό λεφτά, γι' αυτό να τα χρησιμοποιείς προσεχτικά.
    ⮡  He told me to go and therefore I went.
    Μου είπε να πάω, κι έτσι πήγα.

Συνώνυμα

επεξεργασία