therefore
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαtherefore (en) (χωρίς παραθετικά)
- (συνδετικός) λοιπόν, άρα, επομένως, οπότε, γι' αυτό, χρησιμοποιείται για να εισαγάγει το λογικό αποτέλεσμα κάτι που μόλις αναφέρθηκε
- ⮡ You are well, therefore you must go to school.
- Είσαι καλά, λοιπόν πρέπει να πας σχολείο.
- ⮡ Whatever he die he did consciously, therefore he is responsible.
- Ό,τι έκανε το έκανε συνειδητά, άρα είναι υπεύθυνος.
- ⮡ The railroad strike is ongoing; therefore, the trip is postponed.
- Συνεχίζεται η απεργία στα τρένα· επομένως το ταξίδι αναβάλλεται.
- ⮡ He did not come to the office, therefore something must have happened to him.
- Δεν ήρθε στο γραφείο οπότε κάτι θα του έχει συμβεί.
- ⮡ They cost a lot of money, therefore use them carefully.
- Κοστίζουν ένα σωρό λεφτά, γι' αυτό να τα χρησιμοποιείς προσεχτικά.
- ⮡ He told me to go and therefore I went.
- Μου είπε να πάω, κι έτσι πήγα.
- ⮡ You are well, therefore you must go to school.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- therefore - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 510. ISBN 9780194325684., λήμμα: λοιπόν