Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οπότε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
όποτε
,
ὁπότε
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Σύνδεσμος
1.2.1
Ταυτόσημο
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
οπότε
<
αρχαία ελληνική
ὁπότε
Σύνδεσμος
επεξεργασία
οπότε
(
χρονικός και συμπερασματικός
) και
άρα
, και
επομένως
Ταυτόσημο
επεξεργασία
οπόταν
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οπότε
αγγλικά
:
so
(en)
εσθονικά
:
niisiis
(et)
,
seega
(et)