άρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- άρα (σύνδεσμος) < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄρα
- άρα (ουσιαστικό) < αρά < αρχαία ελληνική ἀράομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐ρα
- τονικό παρώνυμο: αρά
Σύνδεσμος
επεξεργασίαάρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάρα θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- άρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας