ἀρά
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀρᾱ́ | αἱ | ἀραί |
γενική | τῆς | ἀρᾶς | τῶν | ἀρῶν |
δοτική | τῇ | ἀρᾷ | ταῖς | ἀραῖς |
αιτιατική | τὴν | ἀρᾱ́ν | τὰς | ἀρᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ἀρᾱ́ | ἀραί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀραῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀρά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀρά θηλυκό
- ευχή, προσευχή
- κατάρα, ιδιαίτερα θρησκευτική
- καταστροφή, όλεθρος
- Ἀρά: η θεά της εκδίκησης και του ολέθρου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀρά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀρά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.