Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

so (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. τόσο, σε τέτοιο βαθμό
    I can’t walk so far.
    Δεν μπορώ να περπατήσω τόσο μακριά.
    Is it so late?
    Τόσο αργά είναι;
     συνώνυμα: that
  2. τόσο, εννοείται πολύ
    He is so tall!
    Είναι τόσο ψηλός!
    It is so kind of you.
    Είναι τόσο ευγενικό εκ μέρους σας!
    It was still so early.
    Ήταν πολύ νωρίς ακόμα.
    He is so good but Peter is so much better.
    Είναι πολύ καλός αλλά ο Πέτρος είναι πολύ καλύτερος.
     συνώνυμα: very, really, → και δείτε τη λέξη extremely
  3. έτσι, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε κάτι που έχει ήδη αναφερθεί
    -“Will he come?” -“I believe so.”
    -«Θα έρθει;» -«Έτσι πιστεύω.»
    So, and only so, can it be done.
    Έτσι και μόνον έτσι μπορεί να γίνει.
     συνώνυμα:  thus, like so, like that και that way

Συγγενικά επεξεργασία

  Επιφώνημα επεξεργασία

so (en)

  • λοιπόν, προς δήλωση έκπληξης ή ανακούφισης ή μετά από μια παύση για να ξεκινήσει μια νέα πρόταση
    So you are not coming?
    Λοιπόν δεν έρχεσαι, ε;
    So, here we are at last!
    Λοιπόν φτάσαμε επιτέλους!
    So, as I was saying…
    Λοιπόν, όπως έλεγα…
     συνώνυμα: look, well, see, hey

  Σύνδεσμος επεξεργασία

so (en)

  • οπότε, λοιπόν, έτσι, για να
    We don’t have money; so, we will no go on vacation this year.
    Δεν έχουμε λεφτά· λοιπόν, δεν θα πάμε διακοπές φέτος.
    It’s late; so good night
    Είναι αργά· καληνύχτα λοιπόν
    It is possible he will not come to the appointment, so what happens then?
    Είναι πιθανόν να μην έρθει στο ραντεβού, οπότε τι γίνεται τότε;
    He told me to go and so I went.
    Μου είπε να πάω, κι έτσι πήγα.
    I bought a map so I don’t become lost in the city.
    Αγόρασα έναν χάρτη για να μη χαθώ στην πόλη.
     συνώνυμα: then, therefore, consequently, thus

  Πηγές επεξεργασία



Βοσνιακά (bs) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

so (bs)



Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

so < s + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

so (eo)



Σερβικά (sr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

so (sr)

  • λατινική γραφή του со