so
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
so (en) (χωρίς παραθετικά)
- τόσο, σε τέτοιο βαθμό
- τόσο, εννοείται πολύ
- έτσι, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε κάτι που έχει ήδη αναφερθεί
Συγγενικά επεξεργασία
Επιφώνημα επεξεργασία
so (en)
- λοιπόν, προς δήλωση έκπληξης ή ανακούφισης ή μετά από μια παύση για να ξεκινήσει μια νέα πρόταση
Σύνδεσμος επεξεργασία
so (en)
- οπότε, λοιπόν, έτσι, για να
- ↪ We don’t have money; so, we will no go on vacation this year.
- Δεν έχουμε λεφτά· λοιπόν, δεν θα πάμε διακοπές φέτος.
- ↪ It’s late; so good night
- Είναι αργά· καληνύχτα λοιπόν
- ↪ It is possible he will not come to the appointment, so what happens then?
- Είναι πιθανόν να μην έρθει στο ραντεβού, οπότε τι γίνεται τότε;
- ↪ He told me to go and so I went.
- Μου είπε να πάω, κι έτσι πήγα.
- ↪ I bought a map so I don’t become lost in the city.
- Αγόρασα έναν χάρτη για να μη χαθώ στην πόλη.
- ≈ συνώνυμα: then, therefore, consequently, thus
- ↪ We don’t have money; so, we will no go on vacation this year.
Πηγές επεξεργασία
- so (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- so (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- so (conjunction) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 340-341, 510. ISBN 9780194325684., λήμμα: έτσι, λοιπόν
Βοσνιακά (bs) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
so (bs)
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
so (eo)
Σερβικά (sr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
so (sr)
- λατινική γραφή του со