that
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Προφορά Επεξεργασία
Αντωνυμία Επεξεργασία
that (en) (πληθυντικός: those)
- (δεικτική αντωνυμία) αυτός/αυτή/αυτό, εκείνος/εκείνη/εκείνο
- ↪ Give me that - Δώσε μου αυτό/εκείνο
- ↪ Who is that? - Ποιος είναι;
- ↪ that is a nice dress - αυτό είναι ωραίο φόρεμα
- αυτό, χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε αυτό που μόλις ειπώθηκε
- ↪ That is a good idea.
- Αυτή είναι καλή ιδέα.
- ↪ That is why I love you.
- Γι' αυτό σ' αγαπώ.
- ↪ I was busy and that is why I did not go on an excursion.
- Ήμουν απασχολημένος και γι΄ αυτό δεν πήγα εκδρομή.
- ↪ What did you think about that?
- Τι σκέφτηκες για αυτό;
- ↪ That doesn’t make sense.
- Δεν έχει νόημα.
- ↪ That is a good idea.
- (αναφορική αντωνυμία, πληθυντικός: that) που
- (προφορικό) που, αντί του where και when
- ↪ It was the day that
whenI met you.- Ήταν την ήμερα που σε συνάντησα.
- ↪ The place that
whereI met you…- Το μέρος που σε συνάντησα…
- ↪ It was the day that
Σημειώσεις Επεξεργασία
- that αναφέρεται σε ανθρώπους ή πράγματα. who αναφέρεται κυρίως σε ανθρώπους και which αναφέρεται κυρίως σε πράγματα.
Σύνθετα Επεξεργασία
Επίρρημα Επεξεργασία
that (en) (χωρίς παραθετικά)
- τόσο, σε τέτοιο βαθμό
Προσδιοριστής Επεξεργασία
that (en) (πληθυντικός: those)
- αυτός/αυτή/αυτό, εκείνος/εκείνη/εκείνο
- ↪ Take that book - Πάρε αυτό το βιβλίο
- ↪ This one here or that one there?
- Αυτό εδώ ή αυτό εκεί;
- ↪ that man - εκείνος ο άνθρωπος
Σύνδεσμος Επεξεργασία
that (en)
- ότι, πως, που, εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις
- ↪ I know (that) you are a liar.
- Ξέρω ότι είσαι ψεύτης.
- ↪ That you are a liar is clear now.
- (Το) ότι είσαι ψεύτης είναι ολοφάνερο τώρα.
- ↪ He said (that) he would go.
- Είπε πως θα πήγαινε.
- ↪ I am sorry (that) I can’t come.
- Λυπάμαι που δεν μπορώ να έρθω.
- ↪ I was glad (that) I saw you.
- Χάρηκα που σε είδα.
- ↪ He came exactly at the moment (that) we needed him.
- Ήρθε ακριβώς τη στιγμή που τον είχαμε ανάγκη.
- ↪ Now that you are leaving, do not forget us.
- Tώρα που θα φύγεις, μη μας ξεχάσεις.
- ↪ He is so rich that…
- Είναι τόσο πλούσιος που…
- ↪ It was such day that…
- Ήταν μια τέτοια μέρα που…
- ↪ I know (that) you are a liar.
Δείτε επίσης Επεξεργασία
αγγλικές αντωνυμίες - English pronouns
Πηγές Επεξεργασία
- that (pronoun) - Oxford Learner's Dictionaries
- that (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- that (determiner) - Oxford Learner's Dictionaries
- that (conjunction) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 144-145, 268, 635, 728, 763, 884. ISBN 9780194325684., λήμμα: αυτός, εκείνος, ότι, που, πως, τόσο