- myself < my + -self
myself (en) (αυτοπαθής του I)
- (αυτοπαθής αντωνυμία) τον εαυτό μου
- ⮡ I must take care of myself.
- Πρέπει να προσέχω τον εαυτό μου.
- (εμφατικό) ο ίδιος/η ίδια, εγώ
- ⮡ I, myself, saw him.
- Εγώ, ο ίδιος, τον είδα.
- ⮡ I was forced to undertake his defense myself, because he was unjustly accused.
- Αναγκάστηκα να αναλάβω εγώ την υπεράσπισή του, γιατί τον κατηγορούσαν άδικα.
αγγλικές αντωνυμίες - English pronouns
Πίνακας για αγγλικές αντωνυμίες (pronouns). Τύποι του προφορικού λόγου σε (παρένθεση). Απαρχαιωμένοι τύποι ανάμεσα σε {αγκύλες}.
|
|
προσωπικές αντωνυμίες personal pronouns
|
αυτοπαθείς reflexive
|
κτητικές possessive pronouns
|
possessive determiners κτητικοί προσδιορισμοί ουσιαστικών
|
πρόσωπα persons
|
αριθμοί numbers
|
ονομαστική υποκειμένου subjective
|
αιτιατική αντικειμένου objective
|
α΄ 1st
|
ενικός singular
|
I (me) |
me |
myself |
mine |
my
|
πληθυντικός plural
|
we |
us |
ourselves |
ours |
our
|
β΄ 2nd
|
ενικός singular
|
you {thou} |
you {thee} |
yourself {thyself} |
yours {thine} |
your {thy} {thine προ φωνηέντων}
|
πληθυντικός plural
|
you {ye} |
you |
yourselves |
yours {yourn} |
your
|
γ΄ 3rd
|
εν. sing.
|
αρσενικό masculine
|
he |
him |
himself |
his |
his
|
θηλυκό feminine
|
she |
her |
herself |
hers |
her
|
ουδέτερο neuter
|
it |
it |
itself |
its |
its
|
χωρίς γένος genderless
|
they |
them |
themself themselves |
theirs |
their
|
χωρίς γένος, λόγιο
|
one |
one |
oneself |
— |
one's
|
πληθυντικός plural
|
they |
them ('em) |
themselves |
theirs |
their
|
άλλες αντωνυμίες
|
αλληλοπαθείς • reciprocal
|
each other, one another
|
αναφορικές • relative
|
that, which, who, whom, whose
|
δεικτικές • demonstrative
|
this (πληθυντικός: these), that (πληθυντικός: those)
|
αόριστες • indefinite
|
Κατηγορία:Αόριστες αντωνυμίες (αγγλικά) όπως any, one, someone, ...
|
ερωτηματικές • interrogative
|
Κατηγορία:Ερωτηματικές αντωνυμίες (αγγλικά) όπως how many? which?
|